συσσωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συσσωμάτωση | οι | συσσωματώσεις |
| γενική | της | συσσωμάτωσης* | των | συσσωματώσεων |
| αιτιατική | τη | συσσωμάτωση | τις | συσσωματώσεις |
| κλητική | συσσωμάτωση | συσσωματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συσσωματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συσσωμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συσσωμάτωση θηλυκό
- η ενέργεια του συσσωματώνω η συνένωση δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων σε μία μάζα
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
συσσωμάτωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.