συσσωμάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συσσωμάτωμα | τα | συσσωματώματα |
| γενική | του | συσσωματώματος | των | συσσωματωμάτων |
| αιτιατική | το | συσσωμάτωμα | τα | συσσωματώματα |
| κλητική | συσσωμάτωμα | συσσωματώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συσσωμάτωμα < συσσωματώνω + -μα
Μεταφράσεις
συσσωμάτωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.