συσσωματώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συσσωματώνω < συν + σώμα

Ρήμα

συσσωματώνω

  • Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα σε ένα σώμα, σε μία μάζα //(μετ.) ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για κάτι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.