συσσωματώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσσωματώνω < συν + σώμα
Ρήμα
συσσωματώνω
- Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα σε ένα σώμα, σε μία μάζα //(μετ.) ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για κάτι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συσσωματώνω | συσσωμάτωνα | θα συσσωματώνω | να συσσωματώνω | συσσωματώνοντας | |
| β' ενικ. | συσσωματώνεις | συσσωμάτωνες | θα συσσωματώνεις | να συσσωματώνεις | συσσωμάτωνε | |
| γ' ενικ. | συσσωματώνει | συσσωμάτωνε | θα συσσωματώνει | να συσσωματώνει | ||
| α' πληθ. | συσσωματώνουμε | συσσωματώναμε | θα συσσωματώνουμε | να συσσωματώνουμε | ||
| β' πληθ. | συσσωματώνετε | συσσωματώνατε | θα συσσωματώνετε | να συσσωματώνετε | συσσωματώνετε | |
| γ' πληθ. | συσσωματώνουν(ε) | συσσωμάτωναν συσσωματώναν(ε) |
θα συσσωματώνουν(ε) | να συσσωματώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συσσωμάτωσα | θα συσσωματώσω | να συσσωματώσω | συσσωματώσει | ||
| β' ενικ. | συσσωμάτωσες | θα συσσωματώσεις | να συσσωματώσεις | συσσωμάτωσε | ||
| γ' ενικ. | συσσωμάτωσε | θα συσσωματώσει | να συσσωματώσει | |||
| α' πληθ. | συσσωματώσαμε | θα συσσωματώσουμε | να συσσωματώσουμε | |||
| β' πληθ. | συσσωματώσατε | θα συσσωματώσετε | να συσσωματώσετε | συσσωματώστε | ||
| γ' πληθ. | συσσωμάτωσαν συσσωματώσαν(ε) |
θα συσσωματώσουν(ε) | να συσσωματώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συσσωματώσει | είχα συσσωματώσει | θα έχω συσσωματώσει | να έχω συσσωματώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συσσωματώσει | είχες συσσωματώσει | θα έχεις συσσωματώσει | να έχεις συσσωματώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συσσωματώσει | είχε συσσωματώσει | θα έχει συσσωματώσει | να έχει συσσωματώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσσωματώσει | είχαμε συσσωματώσει | θα έχουμε συσσωματώσει | να έχουμε συσσωματώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συσσωματώσει | είχατε συσσωματώσει | θα έχετε συσσωματώσει | να έχετε συσσωματώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσσωματώσει | είχαν συσσωματώσει | θα έχουν συσσωματώσει | να έχουν συσσωματώσει |
| |
Μεταφράσεις
συσσωματώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.