καλώδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλώδιο | τα | καλώδια |
| γενική | του | καλωδίου & καλώδιου |
των | καλωδίων |
| αιτιατική | το | καλώδιο | τα | καλώδια |
| κλητική | καλώδιο | καλώδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλώδιο < αρχαία ελληνική καλῴδιον < υποκοριστικό του κάλως (= σχοινί) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cable)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈlo.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λώ‐δι‐ο

καλώδια ρεύματος

καλώδιο σύνδεσης εκτυπωτή
Ουσιαστικό
καλώδιο ουδέτερο
- (τεχνολογία) οποιοδήποτε σύρμα μέτριου πάχους
- (ηλεκτρολογία) σύρμα γυμνό ή καλυμμένο με πλαστικό περίβλημα, για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος, ηλεκτροκαλώδιο
- το καλώδιο του φωτιστικού
- το καλώδιο του τηλεφώνου
- το καλώδιο σύνδεσης του εκτυπωτή
- πολύ χοντρό συρματόσχοινο ή μεταλλική ράβδος συγκράτησης σε κρεμαστές γέφυρες
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.