σωληνάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σωληνάριο τα σωληνάρια
      γενική του σωληνάριου
& σωληναρίου
των σωληνάριων
& σωληναρίων
    αιτιατική το σωληνάριο τα σωληνάρια
     κλητική σωληνάριο σωληνάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωληνάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωληνάριον < αρχαία ελληνική σωλήν[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /so.liˈna.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σωληνάριο

Ουσιαστικό

σωληνάριο ουδέτερο

  1. μικρός σωλήνας, συνήθως από γυαλί, ο οποίος χρησιμοποιείται για την αποθήκευση χαπιών ή ταμπλετών
  2. θήκη μικρών διαστάσεων στην οποία τοποθετείται κάποια παχύρρευστη ουσία, όπως π.χ. η οδοντόκρεμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.