σωληνάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σωληνάριο | τα | σωληνάρια |
| γενική | του | σωληνάριου & σωληναρίου |
των | σωληνάριων & σωληναρίων |
| αιτιατική | το | σωληνάριο | τα | σωληνάρια |
| κλητική | σωληνάριο | σωληνάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωληνάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωληνάριον < αρχαία ελληνική σωλήν[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.liˈna.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐λη‐νά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
σωληνάριο ουδέτερο
- μικρός σωλήνας, συνήθως από γυαλί, ο οποίος χρησιμοποιείται για την αποθήκευση χαπιών ή ταμπλετών
- θήκη μικρών διαστάσεων στην οποία τοποθετείται κάποια παχύρρευστη ουσία, όπως π.χ. η οδοντόκρεμα
Αναφορές
- σωληνάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.