διασωλήνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασωλήνωση οι διασωληνώσεις
      γενική της διασωλήνωσης* των διασωληνώσεων
    αιτιατική τη διασωλήνωση τις διασωληνώσεις
     κλητική διασωλήνωση διασωληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασωληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασωλήνωση < διασωληνώνω + -ση
διασωλήνωση ασθενούς

Ουσιαστικό

διασωλήνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.