διασωλήνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασωλήνωση | οι | διασωληνώσεις |
| γενική | της | διασωλήνωσης* | των | διασωληνώσεων |
| αιτιατική | τη | διασωλήνωση | τις | διασωληνώσεις |
| κλητική | διασωλήνωση | διασωληνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διασωληνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
διασωλήνωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
