διασωληνώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διασωληνώνω < δια- + σωλήνας + -ώνω

Ρήμα

διασωληνώνω (παθητική φωνή: διασωληνώνομαι)

  1. (ιατρική) εισάγω ειδικό σωληνάκι στο λάρυγγα ασθενούς, προκειμένου να του διευκολύνω την αναπνοή
  2. (ιατρική) παροχετεύω τα υγρά ενός τραύματος με ειδικό σωληνάκι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.