σωλήν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σωλήν οἱ σωλῆνες
      γενική τοῦ σωλῆνος τῶν σωλήνων
      δοτική τῷ σωλῆν τοῖς σωλῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σωλῆν τοὺς σωλῆνᾰς
     κλητική ! σωλήν σωλῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωλῆνε
γεν-δοτ τοῖν  σωλήνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωλήν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σωλήν, -ῆνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.