σωλήνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σωλήνα | οι | σωλήνες |
| γενική | της | σωλήνας | των | σωλήνων |
| αιτιατική | τη | σωλήνα | τις | σωλήνες |
| κλητική | σωλήνα | σωλήνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωλήνα < μεσαιωνική ελληνική σωλήνα < αρχαία ελληνική σωλήν
Μεταφράσεις
σωλήνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.