ντροπαλότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντροπαλότητα | οι | ντροπαλότητες |
| γενική | της | ντροπαλότητας | των | ντροπαλοτήτων |
| αιτιατική | την | ντροπαλότητα | τις | ντροπαλότητες |
| κλητική | ντροπαλότητα | ντροπαλότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντροπαλότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ντροπαλότητα θηλυκό
- Ο κοινωνικός δισταγμός κάποιου, που δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικός και ανοιχτός με τους υπόλοιπους γύρω του, ενώ όταν βρίσκεται ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους έχει την τάση να αισθάνεται άσχημα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.