άμαθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμαθος η άμαθη το άμαθο
      γενική του άμαθου της άμαθης του άμαθου
    αιτιατική τον άμαθο την άμαθη το άμαθο
     κλητική άμαθε άμαθη άμαθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμαθοι οι άμαθες τα άμαθα
      γενική των άμαθων των άμαθων των άμαθων
    αιτιατική τους άμαθους τις άμαθες τα άμαθα
     κλητική άμαθοι άμαθες άμαθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

άμαθος < α- στερητικό + μαθ- (μαθαίνω) + -ος


Επίθετο

άμαθος -η -ο

  1. άπειρος
    Είναι νέος/μικρός και άμαθος..
  2. ασυνήθιστος
    Είναι άμαθος στο ποτό.


Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.