μαθημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαθημένος η μαθημένη το μαθημένο
      γενική του μαθημένου της μαθημένης του μαθημένου
    αιτιατική τον μαθημένο τη μαθημένη το μαθημένο
     κλητική μαθημένε μαθημένη μαθημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαθημένοι οι μαθημένες τα μαθημένα
      γενική των μαθημένων των μαθημένων των μαθημένων
    αιτιατική τους μαθημένους τις μαθημένες τα μαθημένα
     κλητική μαθημένοι μαθημένες μαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαθημένος < Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος μαθαίνω.

Μετοχή

μαθημένος αρσενικό

  1. αυτός που έχει εξοικειωθεί με κάτι, έχει συνηθίσει
    μαθημένα τα βουνά στα χιόνια
  2. αυτός που έχει αποκτήσει εμπειρίες σχετικά με κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.