γνωριμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γνωριμία | οι | γνωριμίες |
| γενική | της | γνωριμίας | των | γνωριμιών |
| αιτιατική | τη | γνωριμία | τις | γνωριμίες |
| κλητική | γνωριμία | γνωριμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
γνωριμία < μεσαιωνική ελληνική γνωριμία < γνώριμος
Ουσιαστικό
γνωριμία θηλυκό
- η κοινωνική σχέση κατά την οποία γινόμαστε οικείοι με κάποιον άλλο
- Πέρασε τον καιρό της να κάνει γνωριμίες!
- κάποιος με τον οποίο γινόμαστε οικείοι
- Συνάντησα μια παλιά μου γνωριμία.
Μεταφράσεις
γνωριμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.