γνωριμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωριμία οι γνωριμίες
      γενική της γνωριμίας των γνωριμιών
    αιτιατική τη γνωριμία τις γνωριμίες
     κλητική γνωριμία γνωριμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνωριμία < μεσαιωνική ελληνική γνωριμία < γνώριμος

Ουσιαστικό

γνωριμία θηλυκό

  1. η κοινωνική σχέση κατά την οποία γινόμαστε οικείοι με κάποιον άλλο
    Πέρασε τον καιρό της να κάνει γνωριμίες!
  2. κάποιος με τον οποίο γινόμαστε οικείοι
    Συνάντησα μια παλιά μου γνωριμία.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.