έξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έξη | οι | έξεις |
| γενική | της | έξης* | των | έξεων |
| αιτιατική | την | έξη | τις | έξεις |
| κλητική | έξη | έξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, έξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω, μέλλοντας: ἕξω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξη
- ⓘ
- ομόηχο: έξι
Ουσιαστικό
έξη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.