συμφορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμφορά οι συμφορές
      γενική της συμφοράς των συμφορών
    αιτιατική τη συμφορά τις συμφορές
     κλητική συμφορά συμφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμφορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφορά < συμφέρω < συμ- + φέρω

Ουσιαστικό

συμφορά θηλυκό ή συφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμφορᾱ́ αἱ συμφοραί
      γενική τῆς συμφορᾶς τῶν συμφορῶν
      δοτική τῇ συμφορ ταῖς συμφοραῖς
    αιτιατική τὴν συμφορᾱ́ν τὰς συμφορᾱ́ς
     κλητική ! συμφορᾱ́ συμφοραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμφορᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συμφοραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμφορά < (συμφέρω) συμ- + φορ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φέρω

Ουσιαστικό

συμφορά, -ᾶς θηλυκό

  1. συσσώρευση
  2. γεγονός εξαρτώμενο από την τύχη
    1. συμφορά, δυστύχημα, κακοτυχία
    2. (σπάνιο) καλή τύχη

  • ιωνικός τύπος: συμφορή

Συγγενικά

  • συμφοράζω
  • συμφοραίνω
  • συμφορηδόν
  • συμφόρημα
  • συμφόρησις

 και δείτε τις λέξεις φορά και φέρω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.