désastre
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.zastʁ/
- ⓘ
Ετυμολογία
- désastre < ιταλική disastro, στην αστρολογία: που γεννήθηκε κάτω από ένα κακό άστρο
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| désastre | désastres |
désastre (fr) αρσενικό
- η καταστροφή, η συμφορά, η συφορά, ο όλεθρος
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.