συμφέρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμφέρω < αρχαία ελληνική συμφέρω
Ρήμα
συμφέρω
Συγγενικά
- συμφερτικός
- συμφέρον
- συμφεροντολόγος
- συμφερόντως
- συμφέρων
- συμφορά
- συμφόρηση
- σύμφορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- συμφέρον
- συμφερόντως
- συμφερτός
- συμφορά
- συμφοράζω
- συμφοραίνω
- συμφορέω
- συμφορηδόν
- συμφόρημα
- συμφόρησις
- συμφορητός
- σύμφορος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.