κακοτυχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοτυχία | οι | κακοτυχίες |
| γενική | της | κακοτυχίας | των | κακοτυχιών |
| αιτιατική | την | κακοτυχία | τις | κακοτυχίες |
| κλητική | κακοτυχία | κακοτυχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοτυχία < μμεσαιωνική ελληνική κακοτυχία < αρχαία ελληνική κακοτυχής < κακός + τύχη
Ουσιαστικό
κακοτυχία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.