συφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συφορά | οι | συφορές |
| γενική | της | συφοράς | των | συφορών |
| αιτιατική | τη | συφορά | τις | συφορές |
| κλητική | συφορά | συφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συφορά < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
συφορά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.