μάχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχομαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάχομαι

Ρήμα

μάχομαι, πρτ.: μαχόμουν, μτχ.π.ε.: μαχόμενος (χωρίς ενεργητική φωνή) ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  1. πολεμώ σε μάχη του στρατού, δίνω μάχη
  2. αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό, καταπολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις
    Μάχομαι για τα δίκαια των εργαζομένων.
    Η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου.
  3. είμαι εν ενεργεία, είμαι ενεργός, δραστήριος
     δείτε και τη μετοχή μαχόμενος

Συγγενικά

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. μάχομαι μαχόμουν(α) θα μάχομαι να μάχομαι μαχόμενος
β' ενικ. μάχεσαι μαχόσουν(α) θα μάχεσαι να μάχεσαι μάχου
γ' ενικ. μάχεται μαχόταν(ε) θα μάχεται να μάχεται
α' πληθ. μαχόμαστε μαχόμαστε
μαχόμασταν
θα μαχόμαστε να μαχόμαστε
β' πληθ. μάχεστε μαχόσαστε
μαχόσασταν
θα μάχεστε να μάχεστε μάχεστε
γ' πληθ. μάχονται μάχονταν
μαχόντουσαν
θα μάχονται να μάχονται

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μάχομαι αβέβαιης ετυμολογίας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *maHgʰ- (μάχομαι). Κατ' άλλη άποψη[1] πιθανόν προέλευσης από την προελληνική . Ήδη μυκηναϊκή 𐀔𐀏𐀲 (ma-ka-ta, όνομα *Μαχᾱτᾱς: Μαχητής)[2]

Ρήμα

μάχομαι ιωνικός τύπος: μαχέομαι

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
μαχ- 

παράγωγα & σύνθετα

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. s.v. μάχη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.