alliance

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

alliance (en)

  1. συμμαχία
  2. δεσμός, συγγένεια
  3. συμπεθέρεμα
  4. κηδεστία



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

alliance < allier

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ljɑ̃s/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
alliance alliances

alliance (fr) θηλυκό

  1. η συμμαχία
  2. ο δεσμός, η συγγένεια
  3. το συμπεθέρεμα
  4. η βέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.