απειλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απειλή | οι | απειλές |
| γενική | της | απειλής | των | απειλών |
| αιτιατική | την | απειλή | τις | απειλές |
| κλητική | απειλή | απειλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απειλή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απειλή θηλυκό
- ενδεχόμενη ζημιά, σωματική ή άλλη βλάβη που θα προκαλέσει κάποιος αν ο στόχος του δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του
- η απειλή της απεργίας των εργαζομένων ήταν αρκετή ώστε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα τους από την εργοδοσία
- μια δυσάρεστη εξέλιξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν αλλάξει κάτι
- κοιτάζαμε τα μαύρα σύννεφα που έφεραν την απειλή βροχής
- οτιδήποτε γίνεται αντιληπτό ως κίνδυνος
- μάθαμε από καιρό να ζούμε υπό την απειλή σεισμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.