απειλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απειλή οι απειλές
      γενική της απειλής των απειλών
    αιτιατική την απειλή τις απειλές
     κλητική απειλή απειλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απειλή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

απειλή θηλυκό

  1. ενδεχόμενη ζημιά, σωματική ή άλλη βλάβη που θα προκαλέσει κάποιος αν ο στόχος του δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του
    η απειλή της απεργίας των εργαζομένων ήταν αρκετή ώστε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα τους από την εργοδοσία
  2. μια δυσάρεστη εξέλιξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν αλλάξει κάτι
    κοιτάζαμε τα μαύρα σύννεφα που έφεραν την απειλή βροχής
  3. οτιδήποτε γίνεται αντιληπτό ως κίνδυνος
    μάθαμε από καιρό να ζούμε υπό την απειλή σεισμών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.