συμβουλευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμβουλευτής οι συμβουλευτές
      γενική του συμβουλευτή των συμβουλευτών
    αιτιατική τον συμβουλευτή τους συμβουλευτές
     κλητική συμβουλευτή συμβουλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμβουλευτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συμβουλευτής αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.