ασυμβούλευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμβούλευτος η ασυμβούλευτη το ασυμβούλευτο
      γενική του ασυμβούλευτου της ασυμβούλευτης του ασυμβούλευτου
    αιτιατική τον ασυμβούλευτο την ασυμβούλευτη το ασυμβούλευτο
     κλητική ασυμβούλευτε ασυμβούλευτη ασυμβούλευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμβούλευτοι οι ασυμβούλευτες τα ασυμβούλευτα
      γενική των ασυμβούλευτων των ασυμβούλευτων των ασυμβούλευτων
    αιτιατική τους ασυμβούλευτους τις ασυμβούλευτες τα ασυμβούλευτα
     κλητική ασυμβούλευτοι ασυμβούλευτες ασυμβούλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυμβούλευτος < α- στερητ. + συμβουλεύω

Επίθετο

ασυμβούλευτος

  • που ενεργεί χωρίς συμβουλή ή σύμβουλο
    έπραξε λάθος, γιατί ήταν ασυμβούλευτος και κανείς δεν τον βοήθησε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.