σύμβουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύμβουλος οι σύμβουλοι
      γενική του/της συμβούλου των συμβούλων
    αιτιατική τον/τη σύμβουλο τους/τις συμβούλους
     κλητική σύμβουλε σύμβουλοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύμβουλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σύμβουλος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δίνει συμβουλές
    1. στενός συνεργάτης πολιτικού που του δίνει συμβουλές
    2. εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με ειδικά προσόντα που έχει ως αποστολή του να συμβουλεύει τους εκπαιδευτικούς σχετικά με τη διδασκαλία των μαθημάτων τους· σχολικός σύμβουλος
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε μας παροτρύνει να κάνουμε κάτι
    η βιασύνη δεν είναι καλός σύμβουλος

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.