rada

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈrada/
 

Ουσιαστικό

rada (pl) θηλυκό

  1. η συμβουλή
  2. το συμβούλιο ως:
    • ομάδα ατόμων στα πλαίσια κάποιας οργάνωσης
    • η συνάντηση κατά την οποία γίνεται συζήτηση για κάποιο θέμα

Συνώνυμα

  • porada
  • zalecenie

Εκφράσεις

  • dawać sobie radę

Συγγενικά

  • radzić
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.