ηγουμενοσυμβούλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηγουμενοσυμβούλιο τα ηγουμενοσυμβούλια
      γενική του ηγουμενοσυμβουλίου
& ηγουμενοσυμβούλιου
των ηγουμενοσυμβουλίων
    αιτιατική το ηγουμενοσυμβούλιο τα ηγουμενοσυμβούλια
     κλητική ηγουμενοσυμβούλιο ηγουμενοσυμβούλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηγουμενοσυμβούλιο < ηγούμενος + συμβούλιο

Ουσιαστικό

ηγουμενοσυμβούλιο ουδέτερο

  • το συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν ορισμένοι μοναχοί μαζί με τον ηγούμενο και το οποίο παίρνει τις σημαντικότερες αποφάσεις σχετικά με τις υποθέσεις της μονής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.