εθνοσύμβουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθνοσύμβουλος οι εθνοσύμβουλοι
      γενική του εθνοσύμβουλου
& εθνοσυμβούλου
των εθνοσύμβουλων
& εθνοσυμβούλων
    αιτιατική τον εθνοσύμβουλο τους εθνοσύμβουλους
& εθνοσυμβούλους
     κλητική εθνοσύμβουλε εθνοσύμβουλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθνοσύμβουλος < έθνος + -ο- + σύμβουλος

Ουσιαστικό

εθνοσύμβουλος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.