pointer

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

pointer < point + -er

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɔɪntə/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pointer pointers

pointer (en)

  1. δείκτης
  2. ένας από τους δείκτες ενός ρολογιού ή ο δείκτης (που μοιάζει με βελόνα) ενός αναλογικού οργάνου μέτρησης
  3. το λαγωνικό
  4. (κυρίως στον πληθυντικό) σύντομη και μικρή συμβουλή, υπόδειξη
     συνώνυμα: advice
  5. (πληροφορική), (GUI) ο δρομέας, ο κέρσορας, ο δείκτης
     συνώνυμα: cursor
  6. (προγραμματισμός) δείκτης, είδος μεταβλητής
     συνώνυμα: reference
    υπώνυμα: dangling pointer, function pointer, null pointer

  • pointer στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Ρήμα

pointer (fr)

  1. τσεκάρω
  2. στρέφω
  3. χτυπάω κάρτα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.