συκοφάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συκοφάντης οι συκοφάντες
      γενική του συκοφάντη των συκοφαντών
    αιτιατική τον συκοφάντη τους συκοφάντες
     κλητική συκοφάντη συκοφάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκοφάντης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συκοφάντης

Προφορά

ΔΦΑ : /si.koˈfan.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συκοφάντης

Ουσιαστικό

συκοφάντης αρσενικό (θηλυκό συκοφάντρια & συκοφάντισσα)

  • αυτός που εν γνώσει του εξαπολύει μια ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σύκο και φαίνομαι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῡκοφᾰντᾱ-
ονομαστική συκοφάντης οἱ συκοφάνται
      γενική τοῦ συκοφάντου τῶν συκοφαντῶν
      δοτική τῷ συκοφάντ τοῖς συκοφάνταις
    αιτιατική τὸν συκοφάντην τοὺς συκοφάντᾱς
     κλητική ! συκοφάντ συκοφάνται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συκοφάντ
γεν-δοτ τοῖν  συκοφάνταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκοφάντης < σῦκ(ον) + -ο- + φαν- (φαίνομαι) + -της. Για τη σημασία, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Σχετίζεται είτε με την εισαγωγή σύκων που παραβίαζε νόμο των Αθηνών (όμως δεν έχει βρεθεί ψήφισμα τέτοιου νόμου), είτε με την κατηγορία ότι κάποιος κρύβει σύκα στα ρούχα του (δηλαδή, κατηγορείται για ασήμαντο πράγμα) [1]

Ουσιαστικό

συκοφάντης αρσενικό

Αναφορές

  1. «συκοφάντης» & σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.