σῦκον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σῦκον τὰ σῦκ
      γενική τοῦ σύκου τῶν σύκων
      δοτική τῷ σύκ τοῖς σύκοις
    αιτιατική τὸ σῦκον τὰ σῦκ
     κλητική ! σῦκον σῦκ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σύκω
γεν-δοτ τοῖν  σύκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σῦκον < κοινή λέξη των μεσογειακών χωρών *tʰuōiḱo / *tʰū(i)ḱo (συγγενές με την λατινικά ficus)

Ουσιαστικό

σῦκον ουδέτερο

  1. (φρούτο) σύκο
  2. σῦκον Αἰγύπτιον: χαρούπι
  3. (ιατρική) σάρκωμα στα βλέφαρα ή άλλα σημεία του σώματος
  4. (ιατρική) αιμορροΐδες
  5. (μεταφορικά) αιδοίο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.