sycophant

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
sycophant sycophants

Ετυμολογία

sycophant < γαλλική sycophante[1] < λατινική sȳcophanta (καταδότης, πληροφοριοδότης) < αρχαία ελληνική συκοφάντης < σῦκον + φαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bha- (λάμπω)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɪk.ə.fænt/
 

Ουσιαστικό

sycophant (en) και ως Επίθετο[2][3] (χωρίς παραθετικά)

  1. (επίσημο, κακόσημο)[4][5][6] (μαρτυρείται από το 1575)[2]
    1. κόλακας
       συνώνυμα: ass-kisser, brown noser, clawback[7] (παρωχημένο), suck up, yes man
    2. που για ίδιον όφελος προσκολλάται σε κάποιον ισχυρό · δουλοπρεπής, παράσιτο
       συνώνυμα: parasite, flunky, lackey
  2. (παρωχημένο)[1][8] καταδότης, πληροφοριοδότης (μαρτυρείται από τη δεκαετία του 1530)[1]
     συνώνυμα: informer, talebearer

Συγγενικά

  • sycophancy
  • sycophantic
  • sycophantish
  • sycophantism

Ψευδόφιλες λέξεις

Ρήμα

sycophant (en)

  1. (μεταβατικό)[8]
    1. (παρωχημένο) συκοφαντώ, δυσφημώ κάποιον
      ταυτόσημα: calumniate
    2. κολακεύω κάποιον
  2. (αμετάβατο, σπάνιο)[3] συμπεριφέρομαι ως κόλακας

Αναφορές

  1. sycophant - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. sycophant - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  3. The Century Dictionary Online
  4. sycophant - Cambridge Dictionary online
  5. sycophant - Oxford Learner's Dictionaries
  6. Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
  7. clawback - Noah Webster (Νόα Γουέμπστερ), An American dictionary of the English language (Ένα αμερικανικό λεξικό της αγγλικής γλώσσας)
  8. sycophant - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.