κατασυκοφαντώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασυκοφαντώ < ελληνιστική κοινή κατασυκοφαντέω / κατασυκοφαντῶ
Ρήμα
κατασυκοφαντώ (παθητική φωνή: κατασυκοφαντούμαι)
- συκοφαντώ σε μεγάλο βαθμό, συστηματικά ή εξακολουθητικά
Συγγενικά
- κατασυκοφαντημένος
- κατασυκοφάντηση
- → δείτε τις λέξεις κατά και συκοφαντώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασυκοφαντώ | κατασυκοφαντούσα | θα κατασυκοφαντώ | να κατασυκοφαντώ | κατασυκοφαντώντας | |
| β' ενικ. | κατασυκοφαντείς | κατασυκοφαντούσες | θα κατασυκοφαντείς | να κατασυκοφαντείς | (κατασυκοφάντει) | |
| γ' ενικ. | κατασυκοφαντεί | κατασυκοφαντούσε | θα κατασυκοφαντεί | να κατασυκοφαντεί | ||
| α' πληθ. | κατασυκοφαντούμε | κατασυκοφαντούσαμε | θα κατασυκοφαντούμε | να κατασυκοφαντούμε | ||
| β' πληθ. | κατασυκοφαντείτε | κατασυκοφαντούσατε | θα κατασυκοφαντείτε | να κατασυκοφαντείτε | κατασυκοφαντείτε | |
| γ' πληθ. | κατασυκοφαντούν(ε) | κατασυκοφαντούσαν(ε) | θα κατασυκοφαντούν(ε) | να κατασυκοφαντούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατασυκοφάντησα | θα κατασυκοφαντήσω | να κατασυκοφαντήσω | κατασυκοφαντήσει | ||
| β' ενικ. | κατασυκοφάντησες | θα κατασυκοφαντήσεις | να κατασυκοφαντήσεις | κατασυκοφάντησε | ||
| γ' ενικ. | κατασυκοφάντησε | θα κατασυκοφαντήσει | να κατασυκοφαντήσει | |||
| α' πληθ. | κατασυκοφαντήσαμε | θα κατασυκοφαντήσουμε | να κατασυκοφαντήσουμε | |||
| β' πληθ. | κατασυκοφαντήσατε | θα κατασυκοφαντήσετε | να κατασυκοφαντήσετε | κατασυκοφαντήστε | ||
| γ' πληθ. | κατασυκοφάντησαν κατασυκοφαντήσαν(ε) |
θα κατασυκοφαντήσουν(ε) | να κατασυκοφαντήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατασυκοφαντήσει | είχα κατασυκοφαντήσει | θα έχω κατασυκοφαντήσει | να έχω κατασυκοφαντήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατασυκοφαντήσει | είχες κατασυκοφαντήσει | θα έχεις κατασυκοφαντήσει | να έχεις κατασυκοφαντήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατασυκοφαντήσει | είχε κατασυκοφαντήσει | θα έχει κατασυκοφαντήσει | να έχει κατασυκοφαντήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασυκοφαντήσει | είχαμε κατασυκοφαντήσει | θα έχουμε κατασυκοφαντήσει | να έχουμε κατασυκοφαντήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασυκοφαντήσει | είχατε κατασυκοφαντήσει | θα έχετε κατασυκοφαντήσει | να έχετε κατασυκοφαντήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατασυκοφαντήσει | είχαν κατασυκοφαντήσει | θα έχουν κατασυκοφαντήσει | να έχουν κατασυκοφαντήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.