συκοφαντώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συκοφαντώ < συκοφαντῶ < αρχαία ελληνική συκοφαντέω < συκοφάντης + jω < σύκο και φαίνω
Ρήμα
συκοφαντώ : κατηγορώ δημοσίως κάποιον άδικα, ψευδώς, ανακριβώς, για κάτι που δεν φταίει, τον διασύρω (συνήθως εν γνώσει μου για το αναληθές της καταγγελίας), τον δυσφημίζω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.