ευστόμαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευστόμαχος η ευστόμαχη το ευστόμαχο
      γενική του ευστόμαχου της ευστόμαχης του ευστόμαχου
    αιτιατική τον ευστόμαχο την ευστόμαχη το ευστόμαχο
     κλητική ευστόμαχε ευστόμαχη ευστόμαχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευστόμαχοι οι ευστόμαχες τα ευστόμαχα
      γενική των ευστόμαχων των ευστόμαχων των ευστόμαχων
    αιτιατική τους ευστόμαχους τις ευστόμαχες τα ευστόμαχα
     κλητική ευστόμαχοι ευστόμαχες ευστόμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευστόμαχος < ελληνιστική κοινή εὐστόμαχος < αρχαία ελληνική εὖ + στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Επίθετο

ευστόμαχος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που κάνει καλό στο στομάχι, ωφέλιμος για το στομάχι
  2. (λόγιο) εύπεπτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.