ευστόμαχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευστόμαχος | η | ευστόμαχη | το | ευστόμαχο |
| γενική | του | ευστόμαχου | της | ευστόμαχης | του | ευστόμαχου |
| αιτιατική | τον | ευστόμαχο | την | ευστόμαχη | το | ευστόμαχο |
| κλητική | ευστόμαχε | ευστόμαχη | ευστόμαχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευστόμαχοι | οι | ευστόμαχες | τα | ευστόμαχα |
| γενική | των | ευστόμαχων | των | ευστόμαχων | των | ευστόμαχων |
| αιτιατική | τους | ευστόμαχους | τις | ευστόμαχες | τα | ευστόμαχα |
| κλητική | ευστόμαχοι | ευστόμαχες | ευστόμαχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευστόμαχος < ελληνιστική κοινή εὐστόμαχος < αρχαία ελληνική εὖ + στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Επίθετο
ευστόμαχος, -η, -ο
Μεταφράσεις
ευστόμαχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.