στομαχόπονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στομαχόπονος οι στομαχόπονοι
      γενική του στομαχόπονου των στομαχόπονων
    αιτιατική τον στομαχόπονο τους στομαχόπονους
     κλητική στομαχόπονε στομαχόπονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στομαχόπονος < στομάχ(ι) + -ό- + -πονος

Προφορά

ΔΦΑ : /sto.maˈxo.po.nos/

Ουσιαστικό

στομαχόπονος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.