στομαχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στομαχιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
στομαχιάζω
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στομαχιάζω | στομάχιαζα | θα στομαχιάζω | να στομαχιάζω | στομαχιάζοντας | |
| β' ενικ. | στομαχιάζεις | στομάχιαζες | θα στομαχιάζεις | να στομαχιάζεις | στομάχιαζε | |
| γ' ενικ. | στομαχιάζει | στομάχιαζε | θα στομαχιάζει | να στομαχιάζει | ||
| α' πληθ. | στομαχιάζουμε | στομαχιάζαμε | θα στομαχιάζουμε | να στομαχιάζουμε | ||
| β' πληθ. | στομαχιάζετε | στομαχιάζατε | θα στομαχιάζετε | να στομαχιάζετε | στομαχιάζετε | |
| γ' πληθ. | στομαχιάζουν(ε) | στομάχιαζαν στομαχιάζαν(ε) |
θα στομαχιάζουν(ε) | να στομαχιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στομάχιασα | θα στομαχιάσω | να στομαχιάσω | στομαχιάσει | ||
| β' ενικ. | στομάχιασες | θα στομαχιάσεις | να στομαχιάσεις | στομάχιασε | ||
| γ' ενικ. | στομάχιασε | θα στομαχιάσει | να στομαχιάσει | |||
| α' πληθ. | στομαχιάσαμε | θα στομαχιάσουμε | να στομαχιάσουμε | |||
| β' πληθ. | στομαχιάσατε | θα στομαχιάσετε | να στομαχιάσετε | στομαχιάστε | ||
| γ' πληθ. | στομάχιασαν στομαχιάσαν(ε) |
θα στομαχιάσουν(ε) | να στομαχιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στομαχιάσει | είχα στομαχιάσει | θα έχω στομαχιάσει | να έχω στομαχιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στομαχιάσει | είχες στομαχιάσει | θα έχεις στομαχιάσει | να έχεις στομαχιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στομαχιάσει | είχε στομαχιάσει | θα έχει στομαχιάσει | να έχει στομαχιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στομαχιάσει | είχαμε στομαχιάσει | θα έχουμε στομαχιάσει | να έχουμε στομαχιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στομαχιάσει | είχατε στομαχιάσει | θα έχετε στομαχιάσει | να έχετε στομαχιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στομαχιάσει | είχαν στομαχιάσει | θα έχουν στομαχιάσει | να έχουν στομαχιάσει |
| |
Μεταφράσεις
στομαχιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.