οισοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οισοφάγος | οι | οισοφάγοι |
| γενική | του | οισοφάγου | των | οισοφάγων |
| αιτιατική | τον | οισοφάγο | τους | οισοφάγους |
| κλητική | οισοφάγε | οισοφάγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ομοίωμα ανθρώπινου οισοφάγου
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.soˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐σο‐φά‐γος
Ουσιαστικό
οισοφάγος αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.