στιλό
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Μια πένα ή στιλό / στιλογράφος.

Ένα στιλό ή στιλό διαρκείας.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /stiˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐λό
Ουσιαστικό
στιλό ουδέτερο (συνήθως άκλιτο)
- (γραφική ύλη) κυλινδρικό σωληνοειδές εργαλείο που καταλήγει σε μια μυτερή άκρη, τροφοδοτούμενη από ένα σωλήνα με μελάνι στο εσωτερικό του, και χρησιμοποιείται στη γραφή ή και το σχέδιο
- ≈ συνώνυμα: στιλογράφος, πένα
- (γραφική ύλη) στιλό διαρκείας: κάθε στιλό που η άκρη του περιέχει μια μικρή μπίλια, με την οποία το μελάνι μεταφέρεται στο χαρτί με συνεχή ροή
- ↪ κρατάει σημειώσεις με στιλό
- ο στιλός (αρσενικό, λαϊκότροπο)
Σημειώσεις
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στιλό | τα | στιλά |
| γενική | του | στιλού | των | στιλών |
| αιτιατική | το | στιλό | τα | στιλά |
| κλητική | στιλό | στιλά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- σπανίως κλιτή (λαϊκότροπα, στον προφορικό λόγο ή σε λόγο με χαρακτηριστικό ύφος):
- ※ Η γενιά μου έμαθε καλλιγραφία στο σχολείο. (…) Η κρίση της άρχισε με την έλευση του στιλού διαρκείας. (…) Οι άνθρωποι έπαψαν να ενδιαφέρονται για την καλλιγραφία, αφού ένα χειρόγραφο γραμμένο με στιλό, ακόμα και αν είναι καθαρό, δεν έχει πια ψυχή, στιλ ή προσωπικότητα. (www.enet.gr)
- τα στιλά[1]
-
Στυλό στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
στιλό
|
Αναφορές
- στιλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στιλογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.