στιλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στιλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-

Ουσιαστικό

στιλ ουδέτερο άκλιτο

  1. ύφος
  2. τεχνοτροπία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.