στιλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στιλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική style < λατινική stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-
Συγγενικά
- στιλάκι
- στιλάτος
- στιλέ
- στιλιζάρω
- στιλιζάρισμα
- στιλίστας
- στιλιστικά
- στιλιστικός
- στιλίστρια
- στιλό
- στιλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.