στυλό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /stiˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στυ‐λό
Σημειώσεις
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στυλό | τα | στυλά |
| γενική | του | στυλού | των | στυλών |
| αιτιατική | το | στυλό | τα | στυλά |
| κλητική | στυλό | στυλά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
στυλό
|
- στιλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στιλογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.