stilus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

stilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teyg-. Συγγενή: (λατινικά instigo, instigare, αρχαία ελληνικά στίζω και πρωτογερμανική *stikaną

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsti.lus/

Ουσιαστικό

stilus (la) αρσενικό

  1. μακρόστενο μυτερό αντικείμενο
  2. γραφίδα για επικηρωμένες πλάκες και γραφίδα κεραμοποιίας
    • (νεολατινική σημασία , πληροφορική) γραφίδα ηλεκτρονικού συστήματος (έχει επικρατήσει η γραφή stylus) (συνήθως παθητική γραφίδα και όχι laser pointer ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή)
  3. το στέλεχος του φυτού
  4. στιλ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Απόγονοι

stilus (λατινικά)

αγγλικά: style
γερμανικά: Stil
ισπανικά: estilo
παλαιά γαλλικά
μέση γαλλική
γαλλικά: style

 και δείτε  stilus#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Για το αρχαίο ελληνικό στῦλος  δείτε  *steh₂-

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική stilus stilī
γενική stilī stilōrum
δοτική stilō stilīs
αιτιατική stilum stilōs
κλητική stile stilī
αφαιρετική stilō stilīs
(β' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.