pióro

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pióro (pl) ουδέτερο

  1. το φτερό, το στέλεχος των φτερών στα πουλιά
  2. η πένα
    1. ο κονδυλοφόρος
    2. το εργαλείο για έγχορδα
    3. η συγγραφική ικανότητα ή δεινότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.