pióro
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
pióro (pl) ουδέτερο
- το φτερό, το στέλεχος των φτερών στα πουλιά
- η πένα
- ο κονδυλοφόρος
- το εργαλείο για έγχορδα
- η συγγραφική ικανότητα ή δεινότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.