kalem

Αλβανικά (sq)

Ουσιαστικό

kalem (sq)

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

kalem < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قلم‎ (kalem) < αραβική قلم (qalam) < αρχαία ελληνική κάλαμος

Προφορά

ΔΦΑ : /kɑˈlem/

Ουσιαστικό

kalem (tr)

  1. το μολύβι, η πένα ή το στιλό, εργαλείο σε διάφορες μορφές που χρησιμοποιείται για γραφή ή σχέδιο
  2. γραφείο σύνταξης, ο τόπος όπου εκτελούνται οι συντακτικές εργασίες σε επίσημα ιδρύματα
  3. ο τύπος, το είδος
  4. η σμίλη, εργαλείο διαφόρων επαγγελμάτων (λιθοξόου, σιδηρουργού, χειρουργού κλπ), που έχει μία πεπλατυσμένη κοφτερή άκρη
  5. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) συγγραφέας
     συνώνυμα: yazar
  6. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) γραφή, ο συγκεκριμένος ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται γραπτώς, το ύφος
     συνώνυμα: yazı

Κλίση

Συγγενικά

παράγωγα:

  • kalemci
  • kalemli
  • kalemlik
  • kalemsiz

μολύβι:

γραφείο σύνταξης:

  • divan kalemi
  • kalem şuarası
  • özel kalem

είδος:

  • bir kalem
  • harcama kalemi

γραφή:

  • kalem oynatmak
  • kaleme almak
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.