στημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στημένος η στημένη το στημένο
      γενική του στημένου της στημένης του στημένου
    αιτιατική τον στημένο τη στημένη το στημένο
     κλητική στημένε στημένη στημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στημένοι οι στημένες τα στημένα
      γενική των στημένων των στημένων των στημένων
    αιτιατική τους στημένους τις στημένες τα στημένα
     κλητική στημένοι στημένες στημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στήνω

Μετοχή

στημένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν στήσει
    1. που τον έχουν τοποθετήσει
    2. (μεταφορικά) που περιμένει κάποιον ο οποίος έχει αργήσει στο ραντεβού
  2. (μεταφορικά) που είναι προσυμφωνημένος, σικέ

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.