σικέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σικέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chiqué (επιτήδευση, μπλόφα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σικέ

Επίθετο

σικέ άκλιτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.