παραστημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραστημένος | η | παραστημένη | το | παραστημένο |
| γενική | του | παραστημένου | της | παραστημένης | του | παραστημένου |
| αιτιατική | τον | παραστημένο | την | παραστημένη | το | παραστημένο |
| κλητική | παραστημένε | παραστημένη | παραστημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραστημένοι | οι | παραστημένες | τα | παραστημένα |
| γενική | των | παραστημένων | των | παραστημένων | των | παραστημένων |
| αιτιατική | τους | παραστημένους | τις | παραστημένες | τα | παραστημένα |
| κλητική | παραστημένοι | παραστημένες | παραστημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρασταίνω
Μεταφράσεις
παραστημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.