ραντεβού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ραντεβού < (λόγιο δάνειο) γαλλική rendez-vous [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾan.deˈvu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραντεβού

Ουσιαστικό

ραντεβού ουδέτερο άκλιτο

  1. συνάντηση σε προκαθορισμένο σημείο και χρόνο
  2. ερωτική συνάντηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.