ραντεβού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ραντεβού < (λόγιο δάνειο) γαλλική rendez-vous [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾan.deˈvu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐ντε‐βού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνάντηση
Αναφορές
- ραντεβού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.