στατιστική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στατιστική οι στατιστικές
      γενική της στατιστικής των στατιστικών
    αιτιατική τη στατιστική τις στατιστικές
     κλητική στατιστική στατιστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στατιστική < γερμανική Statistik[1] < νεολατινική statisticum < λατινική status < sto < πρωτοϊταλική *staēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sth₂éh₁yeti < *steh₂- (ἵστημι)

Ουσιαστικό

στατιστική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στατιστική

Ομώνυμα / Ομόηχα

Αναφορές

  1. Ο όρος Statistik εισήχθη από τον Γερμανό φιλόσοφο Gottfried Achenwall στα 1749 και αφορούσε ανάλυση δεδομένων για το κράτος.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.