στατιστικολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στατιστικολόγος οι στατιστικολόγοι
      γενική του/της στατιστικολόγου των στατιστικολόγων
    αιτιατική τον/τη στατιστικολόγο τους/τις στατιστικολόγους
     κλητική στατιστικολόγε στατιστικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στατιστικολόγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στατιστικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.